SUZUKI VITARA 1.4 GL+ HYBRID 48V 4WD
Η Suzuki έχει δημιουργήσει ένα SUV που ακολουθεί διαφορετικό δρόμο από τον ανταγωνισμό, με 4κίνηση στην κατηγορία B,
Με την έκδοση του Vitara της δοκιμής, η οποία διαθέτει το σύστημα τετρακίνησης ALLGRIP της Suzuki, η ιαπωνική εταιρεία προσφέρει μια πληρέστατη λύση αυτοκινήτου παντός εδάφους, σε κόστος που ξεκινά από τα 22.170 ευρώ. Ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή που το σύνολο σχεδόν των υπόλοιπων κατασκευαστών προσφέρουν τις τετρακίνητες εκδόσεις τους σε μια συνήθως έκδοση εξοπλισμού ή κιβωτίου μετάδοσης, η Suzuki προσφέρει συνολικά έξι: με ή χωρίς αυτόματο κιβώτιο και σε τρία διαφορετικά επίπεδα εξοπλισμού.
Εμπορικά λοιπόν το ανανεωμένο Vitara διαθέτει στην τετρακίνητη εκδοχή του ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Μένει λοιπόν να δούμε αν και σε επίπεδο απόδοσης ισχύει κάτι αντίστοιχο.

Πέραν των μικρών αισθητικών διαφορών της ανανεωμένης έκδοσης και των προσθηκών στον εξοπλισμό -με κυριότερες τα φώτα LED, τον έγχρωμο ψηφιακό πίνακα στα όργανα, τον αυτόματο κλιματισμό και το adaptive cruise control – το Vitara παραμένει η γνωστή ποσότητα που γνωρίζουμε από το 2015.
Με μήκος 4,175 μέτρα βρίσκεται στην καρδιά της κατηγορίας B από άποψη διαστάσεων, ενώ χάρη στην κυβισμένη φόρμα του προσφέρει πολύ καλούς χώρους για τέσσερις ενήλικες και όγκο αποσκευών της τάξης των 375 λίτρων. Οι μεγάλες γυάλινες επιφάνειες εξασφαλίζουν πολύ καλή ορατότητα, αν και το αυτοκίνητο της δοκιμής, εξοπλισμένο με κάμερα οπισθοπορείας, ήταν ούτως ή άλλως παιχνίδι στη στάθμευση.
Ιδιαίτερα θετικό για ένα σύνολο τομέων απόδοσης του Suzuki Vitara αποτελεί το γεγονός ότι παρά τη μετάδοση σε όλους τους τροχούς, παραμένει αρκετά ελαφρύ. Με βάρος περίπου 1.250 κιλά, βρίσκεται στο επίπεδο από το οποίο συνήθως εκκινούν οι δικίνητες εκδόσεις των πιο σύγχρονων ανταγωνιστών του. Η απόσταση, τέλος, του αμαξώματος από το έδαφος στα 18,5 εκατοστά, έρχεται αρωγός τόσο της τετρακίνησης, όσο επίσης και του μικρού βάρους για να δώσει λύσεις σε εκτός δρόμου εξορμήσεις, τις οποίες κανείς δεν περιμένει από μια light λύση κεντρικού διαφορικού με συνεκτικό συμπλέκτη.

Καινούρια δεδομένα στο Vitara αποτελούν τόσο ο κινητήρας turbo Boosterjet των 1.4 λίτρων, όσο και το σύστημα ήπιας υβριδικής υποβοήθησης. Ο πρώτος αποδίδει πλέον 129 ίππους αντί των 140 του παρελθόντος αλλά και 235 Nm ροπή αντί των 220. Το δεύτερο έχει πλέον την υποστήριξη μιας μεγαλύτερης μπαταρίας και συστήματος 48V, με αποτέλεσμα να είναι πιο αλληλεπιδραστικό στη λειτουργία του. Σύμφωνα με τη Suzuki επενεργεί για την αναπλήρωση και την ενίσχυση της ροπής αλλά και τον έλεγχο του ρελαντί κατά την επιβράδυνση. Η ανάκτηση ενέργειας προς τις μπαταρίες γίνεται μόνο στη φάση της επιβράδυνσης με ταχύτητα στο κιβώτιο, καθώς δεν υπάρχει αντίστοιχο σύστημα στα φρένα. Εννοείται τέλος ότι το σύστημα start/stop ενεργοποιείται πολύ συχνότερα και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ακόμα και πριν το αυτοκίνητο ακινητοποιηθεί εντελώς κατά τη διάρκεια της επιβράδυνσης.

Τα παραπάνω, στην πράξη, αποφέρουν ένα πολύ θετικό αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με το χειροκίνητο κιβώτιο 6 σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της δοκιμής η μέση κατανάλωση κυμάνθηκε από 5,8 έως και 7,4 λίτρα/100 χλμ. Να σημειώσουμε ότι με βάση το πρότυπο WLTP η Suzuki ανακοινώνει μέση κατανάλωση 5,8 – 6,1 λίτρα, γεγονός που ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στην πραγματικότητα.
Έχουμε λοιπόν μια τετρακίνητη έκδοση ενός B SUV, η οποία καταναλώνει περίπου όσο οι δικίνητες του ανταγωνισμού -mild hybrid και μη. Πόντος για τη Suzuki. Επίσης οι 129 ίπποι είναι μια ποσότητα που κάνει το ελαφρύ Vitara να επιταχύνει τόσο από στάση όσο και εν κινήσει πολύ σβέλτα, χωρίς η κατανάλωση να αυξάνεται γεωμετρικά.

Σε επίπεδο λοιπόν επιδόσεων (με 0-100 σε 10.2 δλ. και μέγιστη ταχύτητα 190 χλμ./ώρα) αλλά και οικονομίας, η ισορροπία είναι εξαιρετική δεδομένης της τετρακίνησης. Η τελευταία, διαθέτει τέσσερις επιλογές λειτουργίας (Auto, Sport, Snow και Lock) και θα βγάλει αυτοκίνητο και οδηγό ασπροπρόσωπους τόσο σε συνθήκες ελλιπούς πρόσφυσης στην άσφαλτο, όσο και εκτός δρόμου.
Οδηγώντας, ανακαλύπτει κανείς πολύ εύκολα ότι τα πέντε γεμάτα χρόνια που το Vitara είναι στην αγορά, ο ανταγωνισμός έχει κάνει αρκετό δρόμο στους τομείς της οδικής συμπεριφοράς, της ηχομόνωσης και της πολιτισμένης λειτουργίας. Τόσο εντός πόλης όσο και στις μεγάλες ταχύτητες το Vitara είναι ένα ή και περισσότερα κλικ πιο τραχύ και θορυβώδες από τα πιο σύγχρονα B SUV.

Ταυτόχρονα η εικόνα του εσωτερικού απέχει από το χαρακτηρισμό σύγχρονη, τόσο αισθητικά όσο και ποιοτικά, υπό την έννοια της απτής αίσθησης των πλαστικών και υφασμάτινων επενδύσεων. Ο εξοπλισμός ωστόσο, τόσο άνεσης όσο και ασφάλειας, είναι πλουσιοπάροχος. Ένα ακόμα σημείο στο οποίο το Vitara δείχνει την ηλικία του -ή την έλλειψη λεπτομερούς ρύθμισης- αποτελεί και η πολύ επεμβατική λειτουργία του συστήματος προειδοποίησης πρόσκρουσης και αυτόματης πέδησης.

Το σύστημα ενεργοποιείται ακόμα και όταν ο οδηγός έχει ήδη ακουμπήσει τα φρένα, ενώ σε μερικές συνθήκες «βλέπει φαντάσματα» -ειδικά σε περιπτώσεις καμπών ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα με ταχύτητα πάνω από 40-50 χλμ./ώρα. Το σύστημα έχει τη δυνατότητα παράκαμψης και είναι αλήθεια ότι πολλές φορές βρεθήκαμε στο δίλημμα να το απενεργοποιήσουμε. Δεν το κάναμε όμως ούτε και το προτείνουμε, καθώς εφ’ όσον υπάρχει, μπορεί να σώσει ζωές.
Αν πιεστεί σε δρόμο με στροφές, το Vitara θα γείρει αρκετά ενώ, με την παρουσία ανωμαλιών στο οδόστρωμα, ο οδηγός θα νοιώσει τις τάσεις στρέψης στο αμάξωμα αλλά και στα σημεία στήριξης της ανάρτησης, που πιθανώς θα μετατραπούν σε αναπηδήσεις. Το τιμόνι είναι μέτριο σε αίσθηση και, παρότι δεν υπάρχει θέμα επάρκειας πρόσφυσης, ο οδηγός δεν δέχεται την απαραίτητη πληροφόρηση που θα του επιτρέψει να πιέσει.

Τα πράγματα αντιστρέφονται εκτός δρόμου, όπου το Vitara θα πάει πιο εύκολα και πιο μακριά από το σύνολο σχεδόν του ανταγωνισμού στην κατηγορία. Ο κυρίως ανασταλτικός παράγοντας των δυνατοτήτων του στο χώμα αποδίδονται κυρίως στα ελαστικά και δευτερευόντως στο κατασκευαστικό του layout.
Το Vitara είναι ένα σπάνιο είδος στην κατηγορία των B SUV, το οποίο έχει πολλά εξόφθαλμα πλεονεκτήματα, χωρίς να του λείπουν τα σημαντικά -αλλά καλά καμουφλαρισμένα- μειονεκτήματα. Αν κριθεί από καθαρά οικονομοτεχνική σκοπιά αποτελεί, μαζί ίσως με το Dacia Duster, μονόδρομο για όσους ψάχνουν ένα προσιτό, τετρακίνητο οικογενειακό αυτοκίνητο. Αν το κόστος δεν είναι κεφαλαιώδους σημασίας και το κυρίως πεδίο χρήσης είναι η άσφαλτος, τότε πολλά μοντέλα του ανταγωνισμού αποτελούν μια πιο ισορροπημένη πρόταση.